- διαδρομαί
- διαδρομήrunning to and fro throughfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαδρομή — η (AM διαδρομή) 1. το να διατρέχει κανείς ή κάτι, ορισμένο τοπικό ή χρονικό διάστημα 2. το μεταξύ δύο σημείων τοπικό ή χρονικό διάστημα νεοελλ. 1. σύντομο ταξίδι αναψυχής με πλοίο 2. ο χρόνος που διατέθηκε γι αυτό το ταξίδι αναψυχής αρχ. 1.… … Dictionary of Greek